Η ανάπτυξη που σημείωσε ο επαγγελματικός αθλητισμός από τη δεκαετία του 1980 και εντεύθεν και η ταυτόχρονη αύξηση των οικονομικών συμφερόντων που σχετίζονται με αυτόν, είχαν ως λογικό επακόλουθο τη δημιουργία νομικών διαφορών μεταξύ όλων των εμπλεκομένων μερών του αθλητισμού. Οι διαφορές αυτές αποτέλεσαν ουσιαστικά την αφορμή για τη δημιουργία του Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου (γνωστό ως CAS – Court of Arbitration for Sport) το 1983, όταν και επικυρώθηκε το πρώτο καταστατικό του Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου από την ΔΟΕ (Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή). Το 1994, το Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο ανεξαρτητοποιήθηκε από την ΔΟΕ και τέθηκε κάτω από τον έλεγχο του Διεθνούς Συμβουλίου για τη Διαιτησία στον Αθλητισμό (ICAS – International Council of Arbitration for Sport).
Έκτοτε ο ρόλος και οι αρμοδιότητες του CAS έχουν ενδυναμωθεί καθώς η αθλητική δικαιοσύνη έχει κάνει άλματα προόδου και έχει δημιουργήσει τους δικούς της κανόνες, με το CAS να αποτελεί πλέον το κατ’ εξοχήν όργανο το οποίο επιλαμβάνεται σε διεθνές επίπεδο όλων των αθλητικών διαφορών.
Το 1999 θεσπίστηκε ενώπιον του CAS η διαμεσολάβηση, ως εναλλακτικός τρόπος επίλυσης αθλητικών διαφορών με σκοπό να δοθεί η επιλογή στα μέρη για ταχύτερη και πιο άμεση απονομή της δικαιοσύνης. Η διαδικασία της διαμεσολάβησης περιγράφεται ολοκληρωμένα στα 14 άρθρα των Κανόνων Διαμεσολάβησης1 και αποτελεί μια απλή διαδικασία η οποία στοχεύει στην επίλυση της διαφοράς των μερών μέσω μιας διαπραγμάτευσης.
Στο άρθρο 1 των Κανονισμών Διαμεσολάβησης ουσιαστικά τονίζεται ο άτυπος χαρακτήρας της διαμεσολάβησης και η μη δεσμευτικότητά της για τα μέρη, τα οποία ουσιαστικά συμφωνούν στο να ακολουθήσουν τη διαδικασία αυτή καλή τη πίστει για να διαπραγματευτούν με τη βοήθεια ενός διαμεσολαβητή για να καταλήξουν σε συμφωνία. Περαιτέρω, γίνεται αναφορά για τις διαφορές οι οποίες μπορούν να επιλυθούν με διαμεσολάβηση οι οποίες κυρίως είναι συμβατικές διαφορές, συνήθως οικονομικής φύσεως ενώ εξαιρούνται από τη διαδικασία αυτή οποιεσδήποτε διαφορές που σχετίζονται με πειθαρχικά παραπτώματα όπως θέματα ντόπινγκ, διαφθορά, στημένοι αγώνες κ.λπ. Επίσης, εξαιρούνται διαφορές, οι οποίες εκδικάζονται κατ’ έφεση διαιτητικής διαδικασίας, δηλαδή διαφορές όπου το CAS λειτουργεί ως δευτεροβάθμιο όργανο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και αν τα πραγματικά περιστατικά το επιτρέπουν, μπορούν να ρυθμιστούν με τη διαδικασία αυτή και κάποια πειθαρχικά παραπτώματα, κατόπιν ρητής συμφωνίας των μερών.
Για να μπορέσουν τα μέρη να προβούν σε διαμεσολάβηση, αποτελεί προϋπόθεση να υπάρχει σχετική συμφωνία μεταξύ τους, η οποία μπορεί να συναφθεί είτε πριν είτε μετά την έγερση της διαφοράς καθώς επίσης μπορεί να είναι υπό μορφή συμβατικής ρήτρας είτε μπορεί να επιτευχθεί με ξεχωριστή συμφωνία. Η διαμεσολάβηση διέπεται κατά κανόνα από τους Κανονισμούς Διαμεσολάβησης του CAS ενώ παράλληλα τα μέρη μπορούν να εισηγηθούν την εφαρμογή και άλλων κανονισμών.
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης άρχεται με την υποβολή αίτησης προς τη γραμματεία του CAS η οποία πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες για τα μέρη (ονόματα, διεύθυνση, πληροφορίες επικοινωνίας), τη συμφωνία για την υποβολή της διαφοράς σε διαμεσολάβηση και συνοπτική περιγραφή της διαφοράς.
Παράλληλα, θα πρέπει να καταβληθούν τα δικαστικά τέλη της διαμεσολάβησης (1000 ελβετικά φράγκα), ποσό το οποίο θα πρέπει να καταβληθεί από κοινού από τα μέρη. Σε περίπτωση που κάποιο μέρος αρνείται να καταβάλει τα τέλη, τότε για να προχωρήσει η διαδικασία θα πρέπει το άλλο μέρος να καταβάλει ολόκληρο το ποσό. Σε αντίθετη περίπτωση η διαδικασία τερματίζεται πριν καν ουσιαστικά αρχίσει.
Περαιτέρω, τα μέρη είναι ελεύθερα να επιλέξουν τον διαμεσολαβητή που επιθυμούν από τον ειδικό κατάλογο διαμεσολαβητών του CAS ενώ σε περίπτωση διαφωνίας, ο Πρόεδρος του CAS ορίζει διαμεσολαβητή. Παρέχεται το δικαίωμα στα μέρη ή και στον διαμεσολαβητή τον ίδιο, να ζητήσουν εξαίρεση του διαμεσολαβητή και τότε ο Πρόεδρος του CAS προβαίνει στις αναγκαίες ρυθμίσεις για αντικατάστασή του.
Η ακολουθητέα διαδικασία συνήθως συμφωνείται από τα μέρη αλλά υπεύθυνος για τον ακριβή τρόπο, τον έλεγχο και τον καθορισμό των όρων και των χρονοδιαγραμμάτων, είναι ο διαμεσολαβητής. Συγκεκριμένα, με οδηγίες του διαμεσολαβητή, τα μέρη υποβάλλουν μια συνοπτική δήλωση της διαφοράς στην οποία περιλαμβάνονται τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που ανακύπτουν. Ο διαμεσολαβητής έχει την ευχέρεια όποτε το θεωρεί σκόπιμο να προβαίνει σε προτάσεις προς τα μέρη με σκοπό την επίλυση της διαφοράς ενώ δικαιούται να επικοινωνεί και ξεχωριστά με το κάθε μέρος ανά πάσα στιγμή εάν το κρίνει απαραίτητο. Σε καμία περίπτωση όμως, δεν μπορεί να επιβάλει σε οποιοδήποτε μέρος να δεχτεί οποιαδήποτε λύση.
Το άρθρο 10 των Κανονισμών για τη διαμεσολάβηση προβλέπει ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, εκπρόσωποί, ο διαμεσολαβητής και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο είναι παρών στις συναντήσεις, θα πρέπει να υπογράψουν συμφωνία εμπιστευτικότητας ούτως ώστε να μην αποκαλύψουν οποιαδήποτε πληροφορία που δόθηκε κατά τη διαμεσολάβηση, εκτός εάν απαιτείται από τον νόμο. Επίσης, οποιαδήποτε πληροφορία δοθεί στον διαμεσολαβητή από το ένα μέρος, μπορεί να γνωστοποιηθεί στο άλλο μέρος μόνο με τη συγκατάθεσή του πρώτου.
Τέλος, ο τερματισμός της διαμεσολάβησης μπορεί να επιτευχθεί σε τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις: Πρώτον, με την υπογραφή διακανονισμού από τα μέρη και την επίτευξη συμφωνίας για επίλυση της διαφοράς. Στην περίπτωση αυτή, σε περίπτωση παραβίασης των όρων του διακανονισμού που επιτεύχθηκε, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενώπιον οποιασδήποτε διαιτητικής ή δικαστικής αρχής.
Δεύτερον, με γραπτή δήλωση του διαμεσολαβητή ότι δεν υπάρχει πλέον τρόπος επίτευξης συμφωνίας μέσω της διαμεσολάβησης. Τρίτον, με γραπτή δήλωση οποιουδήποτε από τα μέρη για τερματισμό της διαμεσολάβησης. Τέταρτον, όταν ένα από τα δυο μέρη ή και τα δυο μέρη, αρνούνται να πληρώσουν το μερίδιο τους στα έξοδα διαμεσολάβησης εντός της απαιτούμενης προθεσμίας του άρθρου 14 των Κανονισμών Διαμεσολάβησης.
Με το πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης, εάν δεν έχει επιλυθεί η διαφορά, τα μέρη μπορούν να προσφύγουν σε διαιτησία, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει συμφωνία ή ρήτρα διαιτησίας μεταξύ τους, εφαρμόζοντας τους ανάλογους κανόνες για τη διαιτησία ενώπιον του CAS.
Αναφορικά με τα έξοδα της διαδικασίας, τα μέρη είναι υποχρεωμένα να καταβάλουν τα διοικητικά έξοδα του CAS εντός της απαιτούμενης προθεσμίας έτσι ώστε να ξεκινήσει η διαδικασία. Παράλληλα, το τελικό κόστος της διαμεσολάβησης περιλαμβάνει εκτός των 1000 ελβετικών φράγκων που αποτελούν τα διοικητικά έξοδα, το κόστος και τις αμοιβές του διαμεσολαβητή, οι οποίες ορίζονται με βάση την κλίμακα της διαφοράς. Τα έξοδα αυτά βαρύνουν τα μέρη ισόποσα. Τα ποσά αυτά καταβάλλονται προκαταβολικά εξ ημισείας από τα δυο μέρη κατά την έναρξη της διαδικασίας.
Από την καθιέρωση του θεσμού της διαμεσολάβησης μέχρι και το 2020, έχουν καταχωρισθεί 88 υποθέσεις για διαμεσολάβηση, αριθμός ο οποίος σίγουρα φαίνεται μικρός, ιδιαίτερα εάν συγκριθεί με τις υποθέσεις που έχουν οδηγηθεί σε διαιτησία. Αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω του γεγονότος ότι οι διεθνείς αλλά και οι εθνικές ομοσπονδίες προωθούν ως μέσο επίλυσης των διαφορών των μελών τους τη διαιτησία. Στην πλειοψηφία των διεθνών ομοσπονδιών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για ένταξη σε αυτές, η αποδοχή του όρου για υποβολή των διαφορών που θα προκύψουν σε διαιτησία.
Παρ’ όλα αυτά, η διαμεσολάβηση μπορεί να βοηθήσει και να αποσυμφορήσει το Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο αφού αποτελεί μια διαδικασία η οποία είναι ταχύτατη ενώ παράλληλα, το βασικό της χαρακτηριστικό είναι η εμπιστευτικότητα η οποία τη διέπει. Ενδεχομένως στο μέλλον και με την κατάλληλη προώθηση του θεσμού, η διαμεσολάβηση να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια των εμπλεκόμενων αθλητικών φορέων για ταχύτερη και αποτελεσματικότερη επίλυση των διαφορών τους.