Στις 7/7/2022 η Βουλή των Αντιπροσώπων υπερψήφισε δύο νομοσχέδια τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την τροποποίηση του συντάγματος, ώστε να καταστεί δυνατή η μεταρρύθμιση και ο εκσυγχρονισμός της δομής και της λειτουργίας των δικαστηρίων και κατ’ επέκταση της δικαιοσύνης.
Κυριότερη και βασικότερη μεταρρύθμιση που εισάγεται με τον Περί της Δέκατης Έβδομης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2022 είναι η επαναλειτουργία των δύο ανωτάτων Δικαστηρίων της Κύπρου, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανώτατου Δικαστηρίου. Τα δύο αυτά Δικαστήρια θα έχουν, όπως θα εξηγηθεί κατωτέρω, «ανώτατη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία» και δικαιοδοσία τρίτου βαθμού, υπό προϋποθέσεις, ενώ ο τροποποιητικός Νόμος προνοεί και για την ίδρυση και λειτουργία Εφετείου το οποίο θα εκδικάζει τις εφέσεις.
Τόσο στο προοίμιο του Τροποποιητικού Νόμου, όσο και στην Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών που τον συνοδεύει, αναγράφεται ότι η συγχώνευση της δικαιοδοσίας των δύο ανώτατων δικαιοδοτικών οργάνων του Συντάγματος και η αποκλειστική άσκηση της δικαιοδοσίας τους από το σημερινό Ανώτατο Δικαστήριο, μέσω του Νόμου 33(Ι)/1964 και το δίκαιο της ανάγκης, «έχει δυσχεράνει το έργο του δικαστηρίου αυτού και δεν συμβάλλει στην ταχεία απονομή της δικαιοσύνης και στην αποφυγή καθυστερήσεων». Αξιομνημόνευτο, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι στο προοίμιο του Τροποποιητικού Νόμου αναγράφεται και εξηγείται ότι η τροποποίηση που εισάγεται έχει επίσης έρεισμα το δίκαιο της ανάγκης.
Όπως προνοείται από τον Τροποποιητικό Νόμο, τα δύο Ανώτατα δικαιοδοτικά όργανα θα έχουν πενταμελή σύνθεση, και τα μέλη τους θα διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος θα συμβουλεύεται το Γνωμοδοτικό Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο θα αποτελείται από τους δικαστές των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων, τον Γενικό Εισαγγελέα και τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου. Το Εφετείο θα αποτελείται από δεκαέξι δικαστές, οι οποίοι θα διορίζονται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και θα λειτουργεί σε τμήματα.
Δικαιοδοσία των νέων Δικαστηρίων
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο θα εκδικάζει εφέσεις κατά αποφάσεων του Διοικητικού Δικαστηρίου σε θέματα δημοσίου δικαίου, μείζονος δημοσίου συμφέροντος και γενικής δημόσιας σημασίας. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο θα έχει και τριτοβάθμια δικαιοδοσία, μετά από διαδικασία αναθεωρητικής έφεσης, για νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση και σχετίζονται με αλλαγή πάγιας νομολογίας ή με την ορθή εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής διάταξης νόμου, κατόπιν αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα ή οποιουδήποτε των διαδίκων, καθώς επίσης θα δύναται να αποφασίσει επί αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου. Η δυνατότητα τρίτου βαθμού δικαιοσύνης είναι αναγκαία, όπως αναγράφεται και στο προοίμιο του τροποποιητικού νόμου, ώστε να «διασφαλίζεται η ορθή ερμηνεία των νόμων, η συνοχή και εξέλιξη της νομολογίας και επομένως, η ασφάλεια δικαίου».
Το Ανώτατο Δικαστήριο θα έχει δικαιοδοσία να εκδικάζει εφέσεις κατά αποφάσεων πρωτόδικων Δικαστηρίων πολιτικής ή ποινικής δικαιοδοσίας, μετά από παραπομπή από το Εφετείο, περιλαμβανομένων Δικαστηρίων ειδικής δικαιοδοσίας. Επίσης, θα αποφασίζει επί αίτησης του γενικού Εισαγγελέα ή αίτησης οποιουδήποτε των διαδίκων μετά από διαδικασία πολιτικής ή ποινικής έφεσης για νομικά θέματα που προκύπτουν που σχετίζονται με αλλαγή πάγιας νομοθεσίας ή με την ανάγκη ορθής εφαρμογής ουσιαστικής διάταξης νόμου. Επιπρόσθετα, το Ανώτατο Δικαστήριο θα αποφασίζει επί συγκρουόμενων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου στην πολιτική του δικαιοδοσία και θα έχει την εξουσία να αποφασίζει την επανεκδίκαση, από το Εφετείο, καταδικαστικής ποινικής υπόθεσης, υπό το φως νέων στοιχείων που ενδεχομένως την ανατρέπουν.
Το Εφετείο, το οποίο θα υπάγεται στο Ανώτατο Δικαστήριο θα έχει δικαιοδοσία εκδίκασης όλων των εφέσεων κατά αποφάσεων οποιοδήποτε Δικαστηρίου, εκτός των αποφάσεων των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων και των εφέσεων που θα παραπέμπονται στα δύο αυτά όργανα, στα πλαίσια της ανώτατης δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας τους.
Ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης
Υπέρτατος στόχος του ρηθέντος εκσυγχρονισμού της δικαιοσύνης είναι η ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων και κατ’ επέκταση η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Είναι πλέον αποδεκτό ότι το κυπριακό σύστημα απονομής δικαιοσύνης παρουσιάζει αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, σε αρκετές περιπτώσεις, στην έκδοση αποφάσεων στις εκκρεμούσες υποθέσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Κύπρος είναι το κράτος με τον μεγαλύτερο χρόνο εκδίκασης υποθέσεων στην ΕΕ. Έτσι, μέσω της μεταρρύθμισης αυτής και την ταυτόχρονη αποφόρτιση του -νέου- Εφετείου σε συνδυασμό με την αύξηση των Δικαστών του, καθώς και με την δημιουργία δύο Ανωτάτων Δικαστικών οργάνων, επιδιώκεται πλέον να μειωθεί δραστικά ο χρόνος εκδίκασης μιας υπόθεσης.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, γίνεται αντιληπτό ότι η μεταρρύθμιση των Δικαστηρίων από μόνη της πιθανόν να μην αρκεί για να διορθώσει το πρόβλημα της καθυστέρησης. Είναι επίσης αποδεκτό ότι το δικονομικό σύστημα που ακολουθείται στην Κύπρο είναι δυσλειτουργικό και οδηγεί σε περαιτέρω καθυστερήσεις. Για αυτό άλλωστε δρομολογείται και η θέση σε λειτουργία νέων κανόνων/θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Εν κατακλείδι, η αναδιοργάνωση και/ή μεταρρύθμιση του κυπριακού συστήματος απονομής δικαιοσύνης ήταν αναγκαία και ίσως να αναμενόταν γρηγορότερα. Η ψήφιση της σημαντικής αυτής μεταρρύθμισης από τη Βουλή αποτελεί το πρώτο και σημαντικό βήμα. Παράλληλα, όμως, η εφαρμογή αυτών των σημαντικών αλλαγών στην πράξη είναι το κυριότερο ζήτημα που θα πρέπει να απασχολήσει όλους τους εμπλεκομένους, ούτως ώστε να μπορεί να αξιολογηθεί τελικά αυτή η μεταρρύθμιση ως θετική και ωφέλιμη.